- τευτονικός
- -ή, -ό, Ν [Τεύτονες]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τεύτονες (α. «τευτονική γλώσσα» — ονομασία τής γερμανικής γλώσσας κατά τον απώτατο Μεσαίωναβ. «τευτονικό τάγμα» — το τρίτο κατά χρονολογική σειρά από τα μεγάλα μοναχικά ιπποτικά τάγματα που ιδρύθηκαν στους Αγίους Τόπους, το οποίο δημιουργήθηκε από Γερμανούς σταυροφόρους και αργότερα κατέλαβε την Πρωσία όπου δημιούργησε ένα ισχυρό κράτος, αλλ. τάγμα τών Τευτόνων ιπποτών ή αδελφικός οίκος τών Οσπιταλίων τής αγίας Μαρίας τών Τευτόνων τής Ιερουσαλήμ).
Dictionary of Greek. 2013.